καλπονόθευση

καλπονόθευση
[-ις (-εως)] η фальсификация (выборов), подделка результатов голосования

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καλπονόθευση" в других словарях:

  • καλπονόθευση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καλπονοθεύω, νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών: Σε μερικές περιοχές έγινε μεγάλη καλπονόθευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλπονόθευση — η καλπονοθεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νόθευση (< νοθεύω). Η λ. στον λόγιο τ. καλπονόθευσις μαρτυρείται από το 1855 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»